χοροδιδασκαλία

χοροδιδασκαλία
χοροδιδασκαλική η обучение танцам, танцевальному искусству; преподавание танцев

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "χοροδιδασκαλία" в других словарях:

  • χοροδιδασκαλία — χοροδιδασκαλίᾱ , χοροδιδασκαλία office of fem nom/voc/acc dual χοροδιδασκαλίᾱ , χοροδιδασκαλία office of fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χοροδιδασκαλία — η, ΝΜΑ [χοροδιδάσκαλος] η τέχνη τού χοροδιδασκάλου νεοελλ. η διδασκαλία χορών …   Dictionary of Greek

  • χοροδιδασκαλία — η η τέχνη του χοροδιδασκάλου, η διδασκαλία των διάφορων χορών από το χοροδιδάσκαλο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χοροδιδασκαλικός — ή, ό / χοροδιδασκαλικός, ή, όν, ΝΜΑ [χοροδιδάσκαλος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην χοροδιδασκαλία ή στον χοροδιδάσκαλο …   Dictionary of Greek

  • χοροδιδασκαλικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στο χοροδιδάσκαλο ή στη χοροδιδασκαλία: Είναι τέλειος κάτοχος της χοροδιδασκαλικής τέχνης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»